λεκές — ο (λ. τουρκ.), πληθ. έδες 1. κηλίδα από λιπαρή ή άλλη ουσία: Το τραπεζομάντιλο ήταν γεμάτο λεκέδες από σάλτσα. 2. μτφ., άνθρωπος ανήθικος που αποτελεί ντροπή για τους άλλους: Αυτός είναι λεκές για την οικογένειά μας … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
λεκιάζω — [λεκές] 1. κάνω λεκέ, ρυπαίνω, λερώνω («μόλις τό βαλες τό λέκιασες το πουκάμισο») 2. κηλιδώνομαι, λερώνομαι 3. μτφ. προσβάλλω την υπόληψη κάποιου … Dictionary of Greek
κηλίδα — Στίγμα, λεκές· μεταφορικά η λέξη σημαίνει την ατιμία ή το ηθικό στίγμα. (Αστρον.) Διάφορες περιοχές του Ήλιου, των πλανητών και των δορυφόρων, που είναι λιγότερο ανακλαστικές στο φως (ή, στην περίπτωση του Ήλιου, έχουν χαμηλότερη θερμοκρασία) και … Dictionary of Greek
στίγμα — Όρος που προέρχεται από το ρήμα στίζω, που σημαίνει σημαδεύω με μυτερό ή με καυτό εργαλείο την περιουσία μου. Σ. λέγεται το σημάδι που μένει από το κέντημα μυτερού εργαλείου, αλλά και ο λεκές, η βούλα ή η φακίδα ή και το σημάδι που εμφανίζεται… … Dictionary of Greek
άσπιλος — η, ο (AM ἄσπιλος, ον) 1. ο ακηλίδωτος, ο καθαρός 2. (μτφ., με ηθική σημ.) ο άψογος, ο αγνός. [ΕΤΥΜΟΛ. < α στερ. + σπίλος (ΙΙ) «στίγμα, κηλίδα, λεκές, μίασμα»] … Dictionary of Greek
ακαθαρσία — η (Α ἀκαθαρσία) [ἀκάθαρτος] 1. έλλειψη καθαριότητας, η βρομιά 2. λεκές, λέρα 3. τα έμμηνα* νεοελλ. κάθε άχρηστο και περιττό αντικείμενο, και ειδικά τα περιττώματα ανθρώπου ή ζώου, τα κόπρανα αρχ. 1. η ακαθαρσία γύρω από ένα έλκος ή τραύμα 2.… … Dictionary of Greek
αλειμματιά — η [άλειμμα] 1. μυρωδιά λίπους 2. κηλίδα, λεκές από λίπος … Dictionary of Greek
γλίτσα — και γλίντζα, γλίτζα, η 1. λίπος από βρασμένο κρέας, κυρίως χοιρινό, η γλίνα* 2. λεκές από λίπος 3. λιπαρή και γλιστερή βρομιά 4. «γλίτσα τής πέτρας» το φυτό ροκέλλη η φύκοψις. [ΕΤΥΜΟΛ. Αβέβαιης ετυμολ. Πιθανώς από το κνίσα με τροπή τού σ σε τσ… … Dictionary of Greek
επιχρόισις — ἐπιχρόϊσις, ἡ (Α) στίγμα, κηλίδα, λεκές. [ΕΤΥΜΟΛ. < *επι χροΐζω. Παράλλ. τ. τού επί χρωσις] … Dictionary of Greek
λάρνα — η κηλίδα από λάδι ή άλλη λιπαρή ουσία, λεκές … Dictionary of Greek